Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2017

Γιαπωνέζικο βάζο [Μαρία Αγάθου]

Η καρδιά της είχε πονέσει εκείνο το Σαββατοκύριακο..Χρόνια είχε να πονέσει έτσι.   X ρόνια είχε να κυκλοφορεί το σώμα της στη δουλειά, στη βόλτα, στο σπίτι και να νιώθει ένα μαύρο, βαρύ μάρμαρο, στην γεωγραφική περιοχή που ορίζουμε ως καρδιά. Ήταν οδυνηρό μα συνάμα, της θύμισε πώς είναι να είσαι ζωντανή. Από μικρή είχε αυτή την ανόητη συνήθεια της ηρωίδας των παιδικών της βιβλίων… 'Η Πολυάννα και Το Παιχνίδι της Χαράς'… Εκείνο το παιχνίδι, που ακόμα κι όταν όλα πάνε ανάποδα, πρέπει πάντα, να βρίσκεις κάτι θετικό, κάτι όμορφο μέσα στην ασχήμια.. Ακόμα και στη λαβωματιά που φορούσε στο στήθος, σαν αόρατο στους άλλους, κόσμημα από παλιό ατσάλι και μαύρη λάβα, έβλεπε τόσο θάνατο όσο και ζωή. Νιώθω, άρα ζω, είπε στον εαυτό της. Και αυτό είναι κάτι. Δεν κράτησε πολύ ο δυσβάσταχτος πόνος, γιατί η ζωή της ήταν τέτοια, που είχε χαρές πολλές και άλλες τόσες ασχολίες. Κοίμισε τη λύπη- την νανούρισε σχεδόν,  'μες στις πολλές κινήσεις και ομιλίες' που έλεγε και ο ποιητής. Κα

Φλεβάρης [Αφροδίτη Κουσουνή]

Ξημέρωνε η πρώτη μέρα του μήνα με τις καρδούλες. Τις φανταζόταν να έρχονται καταπάνω της, τσουνάμια ολόκληρα από καρδούλες σε όλα τα μεγέθη, κατακόκκινες και ζουμερές, αδηφάγες. Το ανθοπωλείο της γωνίας θα είχε πάλι την τιμητική του. Γλάστρες με κάθε είδους κορδελάκια με καρδούλες, καρδούλες κρεμασμένες από το ταβάνι, «Γιορτάστε τον έρωτα» με τεράστια κόκκινα γράμματα στη βιτρίνα και έναν τσουπωτό Έρωτα να στοχεύει με το βέλος του. Τι, ποιον και αν τον πέτυχε, ερωτήματα αναπάντητα. Κάθε χρόνο τα ίδια. Το ραδιόφωνο διαλαλούσε από το πρωί ως το βράδυ την ερωτική του μουσική πραμάτεια. «Φλεβάρης, ο μήνας του έρωτα», «Ερωτευτείτε άφοβα», «Δείξτε τον έρωτά σας», «Εδώ η καλή ερωτική μουσική», ούτε ο γύφτος με τα καρπούζια το καλοκαίρι δεν είχε τόση αυτοπεποίθηση. Μόνο «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» δεν άκουγες, πάλι καλά δηλαδή, μην έχουμε και δράματα! Ακόμη και το ψιλικατζίδικο δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας είχε μπει στο παιχνίδι και είχε τιγκάρει τον πάγκο του με λούτρινους έρωτε

Όταν σε είδα [Αλίκη Κατσαρού]

Στο τελευταίο σκαλί της μαρμάρινης σκάλας που μ’ ανέβαζε στον παράδεισο της παιδικής μου ηλικίας, ήσουν εκεί ένα μεσημέρι. Ψηλός, λιγνός, με παντελόνι καμπάνα και ένα κεφάλι Απόλλωνα γερμένο στο πλάι, σαν βαρύ από τις σκέψεις. Είχα μια σάκα κόκκινη, ορθογώνια παραλληλόγραμμη, από δέρμα με μεταλλικές αγκράφες και χαρούμενες ζωγραφιές κι έτρεχα. Δυο-δυο ανέβαινα τα σκαλιά κι όταν έφτασα λαχανιασμένη, σφάλισα τη βαριά πόρτα  και χώθηκα στο βελούδο της αγάπης των δικών μου. Ούτε που σε είχα δει. Σε ένα  επαρχιακό μπαρ, όταν μεγάλωσα και φόρεσα στενό δερμάτινο παντελόνι και σκουλαρίκια κρίκους, λίγο πριν σταματήσει η μουσική εξαιτίας της νέας τότε νομοθεσίας, είπες ‘συγνώμη’ και τράβηξες το πανωφόρι σου από το σκαμπώ που καθόμουν. Μέσα από τον καπνό που φυσούσα αδέξια ίσως να πρόσεξα ένα λοξό χαμόγελο και έναν κρόταφο που τολμούσε να γκριζάρει απαλά. Ούτε που σε είχα δει πάντως. Σε μια πολιτική συγκέντρωση στο κέντρο της Αθήνας, από εκείνες που σνόμπαρα γιατί είχαν λίγο κόσμο και εμπό