Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2014

Αγαπητέ Άγιε Βασίλη [Λιάνα Τσιρίδου]

           «Κι εσείς, κυρία, τι θα ζητούσατε από τον Άη Βασίλη;» με αιφνιδίασε σήμερα μια μικρή μου μαθήτρια, την ώρα που ασχολούμαστε με χριστουγεννιάτικες δραστηριότητες, κι έμεινα με το ψαλίδι ορθάνοιχτο να απειλεί το μετέωρο χρυσόχαρτο.         «Αυτή τη στιγμή; Μια πίτσα σπέσιαλ», της απάντησα, καθώς υπάρχουν ακόμη τρόποι να κρυφτείς απ’ τα παιδιά.  Απ’ τον εαυτό σου δεν μπορείς να κρυφτείς. Κι έτσι άρχισε να με βασανίζει το αθώο ερώτημα της μικρής.        Τι θα ζητούσα αλήθεια από τον Άη Βασίλη; Τον παντοδύναμο; Τον προστατευτικό; Τον μόνο άγιο που είναι χαρούμενος, γελαστός, που ποτέ δεν μας τρόμαξε με οστεώδες πρόσωπο και βασανισμένο βλέμμα; Τι θα ζητούσα χωρίς αυτολογοκρισία;      Αγάπη στη ζωή μου; Τη γεύτηκα απλόχερα.       Ευτυχία; Δεν χωράνε άλλες πλάνες στο μυαλό μου.      Μακροημέρευση; Θα έπρεπε να συνοδεύεται από πολλές άλλες προϋποθέσεις.      Πλούτο, υλικά αγαθά; Ποτέ δεν μου ήταν σημαντικά.      Ασφάλεια και ηρεμία; Αυτό θα το ζητούσα για τους Σύριο

Τα δώρα [Αλίκη Κατσαρού]

Τα άπαντα του Ελύτη με μια αφιέρωση που ζέσταινε τους στίχους του ποιητή και χάιδευε το μικρό μου πόδι μές τ’ αχανή σεντόνια . Δώρο γενεθλίων. Σαν σήμερα. Για το χθες, για το σήμερα και την επόμενη σελίδα του βιβλίου της ζωής. Ο τόμος αυτός άλλαξε παράγραφο στη συγγραφή της ιστορίας. Γιατί τα δώρα διηγούνται ιστορία. Από τα λούτρινα χαζοκουκλάκια της νεότητας ως τα κοσμήματα με χαραγμένο όνομα και ημερομηνία, τα δώρα είναι τεκμήρια μνήμης, όπως τα αρχειακά έγγραφα στα χέρια των ιστορικών επιστημόνων.  Δεν έχω παράπονο. Μέχρι σήμερα έχω πάρει πολλά δώρα. Για τα υλικά μιλάω. Τα άυλα δε μετριούνται. Τα συναισθήματα άλλωστε δεν είναι δώρα, είναι αμφίδρομα ποτάμια. Καμιά φορά μονόδρομα, μα δε βαριέσαι. Κάτι παίρνεις κι απ’ αυτό. Από το ροζ σπαστό ποδήλατο που έφτασε με την Ολυμπιακή εν έτει 1982, δώρο του αγαπημένου μου θείου ως τα άπαντα του Ελύτη, λίαν προσφάτως, τα δώρα που λάμβανα, κάθε χρόνο τέτοια μέρα διηγούνται ιστορία. Την μικρή ασήμαντη ιστορία μου. Λογοτεχνικά αποσπά

ΖΩ (άγαρμποι ερωτικοί στίχοι) [Σπύρος Γκόγκος]

Της γράφω και μου γράφει είναι νύκτα στη σκοπιά τα φώτα στα σύνορα μια ευθεία γραμμή κι εκείνη χίλια χιλιόμετρα μακριά υπομένει την έλλειψή μου και με περιμένει είκοσι χρονών παιδιά στο άνθος της ηλικίας στην άψη του πάθους μας Της λέω, εδώ που είμαι μονάχος με το όπλο μου την ισοθερμική φανέλα μέσα απ’ την παραλλαγή το σκοτάδι το χιόνι   τη νεκρική ησυχία μου ήρθαν στο νου στίχοι για σένα μου γράφει, θέλω να τους δω αγάπη μου θέλω να σε διαβάσω. Ιδού, της λέω, ας σκαρώσουμε το ποίημα, παρέα (εγώ εκτεθειμένος στ’αγιάζι και στις ξαφνικές εφόδους του λοχαγού εκείνη κάτω από ένα πάπλωμα και πάνω σε μιαν ηλεκτρική κουβέρτα που δουλεύει στο φουλ αγκαλιά με λούτρινα αρκουδάκια τη σημερινή νύκτα αύριο ποιος ξέρει με ποιον) Λέγεται Ζω της λέω Ζω, μου γράφει δυο γράμματα μόνον σαν το Αν του Κίπλινγκ     ΖΩ με διαβάζεις διαβάζεις τη σκέψη μου διάβαζέ με διάβαζ

Καλό Δεκέμβρη. [Αλίκη Κατσαρού]

Ευτυχώ! Ευτυχώς, ευτυχώ που επέλεξα να απέχω προσωπικά από το μικροαστικό, νεοσυντηρητικό καφενείο που στήνεται στο τοπικό, και όχι μόνο, facebook . Με αμετάκλητη την απόφαση να μη συμμετέχω ξανά σε πρόχειρους και απροβλημάτιστους διαλόγους, παρακολουθώντας ωστόσο, περιοδικά, τα γραφόμενα από το προφίλ που διαχειρίζεται το Spiral , επιβεβαιώνω περίτρανα την επιλογή μου. Καθόλου δεν άλλαξε η τοπική κοινωνία από την εποχή που ήμουν 10 ετών και εφτά  συμμαθήτριες μου, έστειλαν μία να μου πει με φθόνο «Καθόλου δε θα ήθελα να είχα τα λεφτά σου, και να είναι χωρισμένοι οι γονείς μου». Πήγαινα σε ένα σχολείο ‘υποβαθμισμένο’, ας το πούμε χωρίς πολλές επεξηγήσεις, και θεωρούμουν ‘πλούσια’. Πιθανώς, ουδόλως θα τους απασχολούσε το διαζύγιο των γονιών μου αν ήμουν αξιολύπητη. Μα δεν ήμουν. Αντιθέτως, είχαν λόγους να επιτίθενται. Η οικογενειακή κουλτούρα που ώθησε τις συμμαθήτριες να θέλουν να με πληγώσουν, που φυσικά τίποτα δεν πέτυχαν, η ίδια κουλτούρα βλέπω σήμερα στο fb να κρίνει το Νί

Πάρτι; Βαριέμαι. [Αλίκη Κατσαρού]

Η ψυχή του πάρτι, δε θέλει άλλα πάρτι. Θέλει αλήθειες. Όχι πως καταχώνιασα για πάντα τα στιλέτο μου με τη σατέν κορδέλα στον αστράγαλο, αντιθέτως, λίαν προσφάτως τα τίμησα όπως τους αξίζουν. Μα να, χωρίς να λέω πως είναι η βιολογική ηλικία, φαντάζομαι πως είναι η εγκεφαλική ηλικία που βαριέται αφόρητα τα πάρτι. Δε θα κρύψω πως πέρασα μια ολόκληρη δεκαετία της ζωής μου ζώντας για τα πάρτι. Από τα 17 ως τα 27 ήθελα να διασκεδάζω πολύ συχνά, έτσι έπαιρνε νόημα η ζωή μου. Θυμάμαι τη μάνα μου να μου βάζει θερμόμετρο, σε περίπτωση που κάποιο βράδυ έμενα στο σπίτι. Υγιές θα μου πείτε. Το πρόβλημα είναι να σου συμβεί στα πενήντα. Επίσης δε θα κρύψω πως όχι απλά πήγαινα σε πάρτι, αλλά γινόμουν πολύ συχνά η ψυχή του πάρτι, ή τουλάχιστον της παρέας μου. Αυτό οφείλεται μάλλον στην εξαιρετική σχέση που έχω με το αλκόολ. Σχέση κοινωνικής λατρείας. Συναντιόμαστε μονάχα έξω και αγαπιόμαστε παράφορα. Μετά ξεχνιόμαστε ως την επόμενη κοινωνική ευκαιρία. Τώρα, το δήλωσα πιο πάνω, βαριέμαι αφόρητα

Το σώμα (Αλίκη Κατσαρού)

Όχι της Ελ Μακφέρσον. Το κάθε σώμα. Με στραβά ή καλλίγραμμα πόδια, με περισσευούμενη ή πλάκα κοιλιά, με ζουμερά ή χαλαρωμένα στήθη, με φαρδιές ή καχεκτικές πλάτες. Το κάθε καλοσχηματισμένο ή μη σώμα, είναι το κέλυφος της ψυχής, που μιλά αδιάκοπα και συμπάσχει μαζί της. Πάντα ζήλευα τα σώματα των χορευτριών του κλασσικού μπαλέτου. Με μάγευε η εικόνα ώσπου μια ταινία, ο Μαύρος Κύκνος, μου γέννησε καχυποψία. Είναι αυτό που θαυμάζω πάνω στις πουέντ  η τελειότητα και η ισορροπία; Ή είναι η σκληρή εκδίκηση του σώματος προς την ταγμένη ψυχή, που δεν ικανοποιεί τις γήινες ανάγκες της, παρά καταπονείται μαζί με  τεντωμένους μύες και  φλεγμαίνουσες αρθρώσεις, στοχεύοντας σε μη ανθρώπινους στόχους; Επίσης ζήλευα τα σώματα των εξωφύλλων. Μπαίνοντας λίγο πιο βαθιά στο τι συμβαίνει στον κόσμο της υγείας αναρωτήθηκα πώς οι δυτικοί πληθυσμοί που αποθεώνουν τα σώματα των εξωφύλλων, κάνοντας άντρες και γυναίκες να ξεροσταλιάζουν στη θέα της σάρκινης τελειότητας, γίνεται να καταναλώνουν αντικατα

Καλοκαίρια και χειμώνες, η πόλη μου. [Αλίκη Κατσαρού]

Το χώμα έχει γεμίσει φύλλα κιτρινοκαφέ. Μην τα μαζέψετε, σας παρακαλώ! Αφήστε τα να θυμίζουν τα εύσημα της ανοιξιάτικης δόξας και της καλοκαιρινής αλαζονείας των δέντρων μιας πόλης, που μεταμφιέζεται αέναα. Αφήστε τα στο χώμα, να το θρέψουν για να ξανανθίσει το πράσινο με τον ερχομό της Περσεφόνης. Φθινόπωρο τώρα, μελαγχολία. Εκτός από τα ζωηρά πρωινά και Τρίτες, Πέμπτες, Παρασκευές απογεύματα, ωράριο καταστημάτων στο κέντρο. Το υπόλοιπο μεθυσμένη πολιτεία, σε τόνους καφετί του χώματος και γκρι της βροχής. Άδειοι δρόμοι, αχνά φώτα και μια ησυχία –ογκόλιθος. Κρυφοκοιτώ τα φωτισμένα παράθυρα. Έχει ένα στον αποκάτω δρόμο με έναν τοίχο κόκκινο και πολλά ράφια, γεμάτα βιβλία. Αυτό μου αρέσει πολύ. Φαντάζομαι έναν γοητευτικό τύπο με γυαλάκι πρεσβυωπίας, τσάι στο ένα χέρι και στο άλλο μολύβι για πολλές σημειώσεις σε πολλά χαρτιά του χαώδους γραφείου του. Σκέφτεται και γράφει. Ωραία πράματα που διαβάζουν ωραίοι άνθρωποι. Το παράθυρο αυτό και ο φανταστικός μου ιδιοκτήτης είναι ο αντίποδας

Η Απόφαση [Αλίκη Κατσαρού]

Υπάλληλοι με σκυμμένο κεφάλι απέναντι στα σκληρά αφεντικά, πολίτες με ικετευτικό ύφος μπρος στους δημόσιους λειτουργούς, μαθητές υποταγμένοι στο βαρόμετρο της βαθμολόγησης, γονείς απελπισμένοι στην κρεμάλα της εφορείας, υπάλληλοι τρομοκρατημένοι στη δαμόκλειο της αξιολόγησης, υπουργοί μπάτλερς του προέδρου. Κι άλλοι. Κι άλλοι, σε ουρές αναμονής, που άλλοι αποφασίζουν για κείνους. Οι υποταγμένοι της σύγχρονης καθημερινότητας, στωικοί αναμένοντες την ετυμηγορία ενός δικαστή που δε διάλεξαν. Χωρίς καν να διαβούν την πόρτα του δικαστηρίου, σιωπηλοί κατηγορούμενοι, μόνιμα αναμένοντες την αθώωση ή την καταδίκη τους.  Την περίφημη συνέντευξη για πρόσληψη ή την υποβολή δικαιολογητικών στον ΑΣΕΠ, αφήστε τα για άλλη ώρα. Τα παραπάνω για το ζην. Τα χειρότερα τά χει το ευ ζην. Η Λένα χρόνια σκλαβωμένη στον άπιστο σύζυγο. Ο Μάριος χρόνια χρήστης ηρεμιστικών για την αξιοπρέπεια του ως στέλεχος πολυεθνικής και πατέρας. Ο Δημήτρης χρόνια θεληματάρης του κονομημένου πεθερού. Η Κατε

Αν δεν απαντήσει... [Αλίκη Κατσαρού]

Το πρώτο κλάμα αντήχησε στο μαιευτήριο, σαν τη μελωδία της ευτυχίας ολόκληρη. Ξεχύθηκε στους δρόμους, ανέβηκε τα βουνά, πέρασε τις θάλασσες, έκανε τον κόσμο δικό μου. Ένα κλάμα, ο κόσμος όλος. Ο κόσμος στα χέρια μου. Εγώ, μια άλλη. «Άλλος δεν εγέννησε παρά η Μαρία το Γιάννη», άκουσα μια φωνούλα συγγενική. Παράκουσα. Γιατί έγινα μια άλλη. Μια που δεν τη νοιάζει αν ο κόσμος συνεχίζει να γυρνά, ο δικός μου στροβιλίζεται σε ρυθμούς ‘βγαίν’ η βαρκούλα του ψαρά’, αν άνθρωποι εκτελούνται, αν η Αφρική σφάζεται σε εμφυλίους, αν η λωρίδα της γάζας ματώνει, αν ακόμα στον απέναντι κάδο κάποιος ψάχνει φαγητό. Ίσως να με ένοιαξαν λίγο τα καρτέλ της κοκαϊνης στην Ν. Αμερική, επειδή το παιδί μου κάποτε θα γίνει έφηβος, αλλά ούτ’ αυτό, γιατί το δικό μου παιδί, αποκλείεται. Είμαι μάνα και μαζί είμαι η βασίλισσα της πολύτιμης ελληνικής μου οικογένειας. Η απόσταση από το θηλασμό ως στις βρώμικες κάλτσες στο σαλόνι είναι όσο να πεις ‘μαμά’. Μαζεύω κάλτσες, διακοσμώ το δωμάτιο το