Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2020

Ευτυχισμένη είμαι... [Αλίκη Κατσαρού]

  Το κείμενο συντάχθηκε αγνοώντας την περίσταση της πανδημίας με την προσδοκία ότι με τη συμβολή των εμβολιασμών, σύντομα θα ξεπεραστεί.   Μου ευχήθηκες στις δώδεκα και πέντε «να είσαι ευτυχισμένη». Μόλις είχα μεγαλώσει άλλον ένα χρόνο. Παρά το κλισέ της ευχής, επειδή την είπες εσύ, την πήρα πολύ σοβαρά και με φαντάστηκα ευτυχισμένη. Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, έκλεισα και τα μάτια. Ευτυχισμένη είμαι… Όταν οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη με γνώριμα αρώματα και   χρώματα. Όταν μυρίζω τις γαζίες και καμαρώνω τις αμυγδαλιές, όταν μεθάω με τα άνθη της πορτοκαλιάς και με μια μπύρα στην αμμουδιά. Ευτυχισμένη είμαι… Όταν γκρινιάζω στα παιδιά για να γκρινιάξω, και σκάμε όλοι στα γέλια που η γκρίνια είναι καθημερινός αυτοσκοπός, στυλοβάτης της εύρυθμης λειτουργίας μας. Όταν νιώθω ότι μεγαλώσαμε, και τα παιδιά μου και εγώ και μιλάμε αλλιώς, γελάμε αλλιώς και διαφωνούμε αλλιώς. Ακόμα πιο ευτυχισμένη όμως γίνομαι όταν ξέρω ότι αυτό το πετύχαμε με όρους ακραίας δημοκρατίας κι ας είμ

Μια μέρα ακόμη [Αφροδίτη Κουσουνή]

  Το κουδούνισμα του τηλεφώνου τη βρήκε να λαγοκοιμάται δίπλα στο παράθυρο. Ήταν το αγαπημένο της σημείο όλου του σπιτιού. Η μπλε αναπαυτική μπερζέρα της. Η φωλιά στην οποία έμπαινε και χωνόταν άοπλη, άφηνε στα πόδια της κάθε έννοια και αφηνόταν στην υφασμάτινη αγκαλιά της. Την είχε βάλει να κοιτάζει προς τη θάλασσα, με αυτήν αναμετριόνταν οι σκέψεις της, μεγαλύτεροι από τα θεόρατα κύματα που έβλεπε τις άγριες μέρες οι λογισμοί της, παράδερνε πολλές φορές μαζί τους, αφηνόταν να την παρασύρουν όπου εκείνοι ήθελαν, ανήμπορη να τους αντισταθεί, μα ίσως και να μην το ήθελε, κατά βάθος. Το ντριν! ντριν! εξακολουθούσε αμείωτο, πάσχιζε να την επαναφέρει. Σαν φιλί της ζωής, ευγενική προσφορά της πραγματικότητας, της πανταχού παρούσας, ίσως και υπενθύμιση ότι από τον ιστό της δεν θα γλίτωνε εύκολα, ρόλοι ξεκαθαρισμένοι, το πάνω χέρι σταθερά δικό της, αμείλικτο. Αποφάσισε να μην το σηκώσει. Άλλωστε, ήξερε. Φωνή μελιστάλαχτη, με προσποιητά αληθινό ενδιαφέρον για την υγεία της, ένα άγνωστο όνο

Είναι νωρίς [Αλίκη Κατσαρού]

  Χθες ήπια έναν καφέ στην πόλη με έναν φίλο,  ξεγελώντας   τα όργανα της τάξεως, όρθιοι στο σκαλοπάτι του κλειστού καταστήματος κινητής τηλεφωνίας, παραμερίζοντας κάθε τόσο τις μάσκες για μια γουλιά. Δεν ήταν ακριβώς φίλος, ήταν γνωστός με σκέψη τόσο κοντινή με την δική μου, που έχει αρκετές πιθανότητες να γίνει φίλος κάποτε. Η αλήθεια είναι πως μετά από μερικές εξόχως ευεργετικές αφαιρέσεις ανθρώπων από την ζωή μου τα τελευταία, δυσκολεύομαι να πεισθώ αν και πόσο θέλω να χωρέσω κι άλλες ψυχές, κι άλλες γνώμες, κι άλλα απωθημένα, κι άλλα όνειρα ανθρώπων στα δικά μου, που ακόμη δεν έχω ξεμπερδέψει εντελώς. Ωστόσο έχω πάντα τέτοια περιέργεια για το καινούργιο, που μου είναι αδύνατον να αντισταθώ κι ας χάσω. Τι έγινε στο κάτω-κάτω; Η χασούρα είναι σπουδαίο κομμάτι της αληθινής ζωής, της ζωής που είναι , όχι αυτής που μόνον φαίνεται . Συμφωνούσαμε με τον φίλο του απαγορευμένου καφέ ότι οι μέρες που διανύουμε ξεβράζουν ένταση - αλήθεια, τόση ένταση πού ήταν κρυμμένη; Ότι η παρόρμηση

Άλλο ένα κάδρο στον τοίχο [Αλίκη Κατσαρού]

  Τα κτίρια έμοιαζαν αφύσικα ψηλά και ασύμμετρα στον χτισμένο λόφο της Παλιάς Πόλης. Ήταν πάντως γοητευτικά μέσα στο σκοτάδι της γενικής απαγόρευσης έτσι όπως μαρτυρούσαν τη ζωή μέσα από το κίτρινο χρώμα των φωτισμένων παραθύρων. Κοιτούσα με σχεδόν κουτσομπολίστικη περιέργεια το δικό σου. Έστειλα μήνυμα. Μου άνοιξες την πόρτα με αυτό το χαμόγελο που καμία σχέση δεν έχει με τα «καλώς ήρθατε» της τυπικής ευγένειας, είναι πολύ πιο ευγενικό, είναι αληθινό. Όλο και πιο όμορφο γινόταν το σπίτι σου, δεν μπορούσα να προσδιορίσω τις αλλαγές, αλλά   ήταν και πάλι πιο όμορφο. Πήρα τη θέση που παίρνω πάντα στις σπάνιες επισκέψεις μου. Στην κόκκινη πολυθρόνα που κοιτά το τζάκι, εσύ κάθησες όπως πάντα στα αριστερά μου, πάντα πιο αριστερά μου. Αφού μου πρόσφερες τσάι φυσικά. Έστριψες τσιγάρο. Ρώτησα γιατί. Είπες γιατί μου αρέσει. Αυτό ήθελα να ακούσω. Ρώτησες τι με φέρνει στην Παλιά Πόλη. Μην μου πεις εγώ, είπες χαμογελώντας. Όχι εσύ. Η ερημιά,   απάντησα. Ήθελα να δω την πόλη έρημη μ

Xωρίς βαρβάρους... [Αλίκη Κατσαρού]

  Σ’ αυτή τη χώρα, η ζωή μετριέται με τα καλοκαίρια. Πλούσιοι, φτωχοί, μεσαίοι, μικρομεσαίοι και νεόπτωχοι (ακόμα και οι νεόπλουτοι που το Γενάρη πηγαίνουν στα εξωτικά) στα καλοκαίρια ακουμπάμε απαλά την καρδιά μας. Τότε οι χτύποι της γίνονται πιο αργοί, πιο ήσυχοι, ώσπου πιάνουν τον φυσιολογικό ρυθμό. Είναι σαφές ότι οι χτύποι της κάθε μέρας μας στον αιώνα που διανύουμε, δεν είναι φυσιολογικοί. Είναι αντίθετοι με τη λειτουργία όσων συνθέτουν το ανθρώπινο σώμα. Αντίθετοι στη ροή του αίματος, αντίθετοι στα νεύρα του εγκεφάλου, της πέψης, των πνευμόνων, του συκωτιού (που μας πρήξανε). Το ελληνικ ό καλοκαίρι όμως, με μια μαγική προαιώνια ικανότητα,   επαναφέρει τους κτύπους στο φυσιολογικό. Το σώμα  και το μυαλό συναντιούνται στο βυθό, στο φεγγάρι, σε ένα καλοτηγανισμένο τυροπιτάκι, στο σχοινί που δένει τη βάρκα. Το λαμπερό βερνίκι του πεντικιούρ λάμπει πιο πολύ μέσα στη χρυσή άμμο, το παγωμένο κρασί είναι πιο αρωματικό δίπλα στη θάλασσα και η τρικυμία της ψυχής ησυχάζει μέσα σε

Να πέσει μια βροχή, μια καταιγίδα. (COVID 2020)

Αχ και να πέσει μια βροχή, μια καταιγίδα. Να στέκω στη μέση της πόλης, δε με νοιάζει ποιας πόλης, να κοιτάω ψηλά, να γελάω και να κλαίω, να κυλά πάνω μου η βροχή και να ξεπλένει την καθαριότητα. Δεν αντέχω άλλη καθαριότητα. Να λερωθώ θέλω από χειραψίες, από ακουμπήματα, από την κουπαστή. Να βλέπω χέρια ελεύθερα να αγγίζουν πράγματα, διακόπτες, πόμολα και άλλα χέρια, μόνο στα μουσεία να απαγορεύεται το άγγιγμα. Τα γάντια και οι μάσκες να κλειστούν παντοτινά στον φυσικό τους χώρο, στα ιατρεία και στα χειρουργεία. Να μου λένε οι φίλες μου μυστικά, κολλώντας στο πρόσωπό μου. Να μυρίζω το θυρωρό που έφαγε σκόρδο μόλις μπαίνω στην είσοδο. Να μπαίνω στο ίδιο ασανσέρ με τον γοητευτικό κύριο που περιμέναμε μαζί στην ουρά της εφορίας. Να βάζω σάλιο με το δάχτυλό μου στο λεκέ από σοκολάτα στο μάγουλό μου, να σαλιώνω τους φακέλους και τα στεγνά μου χείλια. Να χαϊδεύω τα δικά σου χείλια. Να φιλάω τα παιδιά των φίλων μου. Να κοιμίζω αγκαλιά τα παιδιά των φίλων μου. Να δοκιμάζω

Η λευκή μας υπόσχεση [Αλίκη Κατσαρού]

Οι πατούσες μου είχαν γεμίσει χώμα όπως ανηφόριζα το μονοπάτι. Όσο ανέβαινα τόσο ο αέρας μύριζε ρίγανη και θυμάρι, τόσο ο ήχος της θάλασσας έσβηνε και τα τζιτζίκια ξεκούφαιναν το μυαλό μου το κουφό από τους ήχους της πόλης. Ούτε τα φίδια, ούτε τα έντομα, ούτε καν κάτι κοφτερά πετραδάκια που μου πλήγωναν τα πόδια, απειλούσαν την υπόσχεσή μας. Το σπίτι φαινόταν από μακριά. Πέτρινο, λευκό, ξέξασπρο σαν τα όνειρά μας, πριν ταγκιάσουν από τις πολλές πλύσεις στο πλυντήριο της καθημερινότητας. Το σπίτι έμοιαζε με την υπόσχεσή μας, σκληρή και ολόλευκη. Μόλις μπήκα το κατώφλι, τυφλώθηκα. Τόσο ήταν το φως της μέρας, άπλετο, γενναιόδωρο, ελληνικό. Όταν καθάρισαν τα μάτια μου, ακούμπησα τον κουβά με τους αχινούς κάτω και είδα ότι ζύμωνες. Τα χέρια σου ήταν νευρικά, το σώμα σου όλο, δυσκολευόταν να χωρέσει στον τόπο. Η υπόσχεση όμως ήταν υπόσχεση. Θα χωρούσαμε κι οι δυο στο χώρο και στο χρόνο μιας πρωτόγνωρης για τους καιρούς κάθαρσης. Φάγαμε σιωπηλοί. Πλαγιάσαμε σε μια παράξενη ησ

Οι χρωματιστές γειτονιές [Αλίκη Κατσαρού]

Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν τα παγωτά της ΕΒΓΑ και το αλάτι στο ψημένο καλαμπόκι. Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν μυρωδάτες μπουγάδες, περαστικούς που δε βιάζονται και νοικοκύρηδες που κατεβαίνουν φρεσκοσιδερωμένοι για τη απογευματινή τους βόλτα. Μυρωδιές από κουζίνες, άνισα σκαλοπάτια και κρυμμένες γωνιές, φτιαγμένες για αλμυρά φιλιά το δειλινό. Γατιά και σκυλιά που λιάζονται και παιδιά που παίζουν κρυφτό. Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν μέρες που η δημιουργία ήταν αυθόρμητη, και ακόμη κι άναρχη, ήταν όμορφη. Τα σπίτια φτιάχνονταν για να ζουν οι κάτοικοι, οι αυλές για να μαζεύονται και τα πεζούλια για να ξαποσταίνουν. Ακόμα πιο παλιά, φτιάχνονταν και πηγάδια και εκκλησίες, δημιουργίες όχι αυθόρμητες αλλά οπωσδήποτε χρήσιμες. Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν ότι η καθημερινότητα ήταν συντονισμένη με τους λεπτοδείκτες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ότι προσανατολισμός κάθε πράξης ήταν η χρησιμότητα για τον άνθρωπο, για τον κάτοικο. Πρόλαβα τις χρωματ

Από Δευτέρα... τα σπουδαία. [Αλίκη Κατσαρού]

Ας λένε ότι όλα τα λένε τα μάτια. Για μένα τα χείλη, τα ωραία χείλη, τα ωραία χαμόγελα είναι το χαρακτηριστικό που πάντα με μάγευε. Στο μυαλό μου, το ωραίο στόμα, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, πάντα μαρτυρούσε ευζωία, γενναιοδωρία, ερωτισμό. Πάντα μου έκλεβε την ματιά και ενίοτε την καρδιά. Στόμα, γλυκό μου στόμα από Δευτέρα θα κρυφτείς, πίσω από το παραβάν που θεωρητικά θα γίνει ασπίδα απέναντι στον ιό του 2020. Τι Covid -19 και εξυπνάδες, 2020 έπρεπε να τον ονομάσουμε, αριθμό που θα αλλάξει τον κόσμο. Από Δευτέρα, δεν θα βλέπω το μειδίαμα, το αίνιγμα, την αποστροφή, τη χαρά, τη λύπη, το πείσμα   στους ανθρώπους που συναντώ. Από Δευτέρα, θα φαντάζομαι ότι ακόμη και οι σεφ θα δημιουργούν με μάσκα, αλήθεια πώς θα δοκιμάζουν το φαγητό; Οι δάσκαλοι θα διδάσκουν με μάσκα, αλήθεια πώς να εξηγήσεις τα οδοντικά, χειλικά, ένρινα σύμφωνα μέσα από τη μάσκα; Οι σερβιτόροι θα παίρνουν παραγγελία σαν νοσηλευτές και οι εργάτες θα φωνάζουν πιάσε το μυστρί υπόκωφα, σαν να μην είναι εργά

Ένα μπουκαλάκι ασετόν, τώρα! [Αλίκη Κατσαρού]

Οικονομικοί αναλυτές σκέφτονται και γράφουν, μερικοί ‘σκίζουν’ αμέσως όσα γράφουν. Πολιτικοί αδράττουν την ευκαιρία της προσωπικής τους αποθέωσης – συνθήκη ιδανική ο κορωνοϊός. Πολιτικάντηδες διαφημίζουν την γαλαντομία τους. Έφηβοι καίγονται στα social . Παιδιά γκρινιάζουν και μαμάδες ξαναθυμούνται το ‘Γκρινιάρη’ για ομοιοπαθητική. Μπαμπάδες ανακαλύπτουν ότι τα φυτά στο μπαλκόνι χρειάζονται καθημερινό πότισμα. Αυτοκίνητα βρωμίζουν. Κεφάλια βγάζουν άσπρες ρίζες. Νύχια μένουν, ω συμφορά, άβαφα! Όμορφα χέρια με κρινοδάχτυλα, αδιάφορα χέρια, χέρια άσχημα, χοντρά, κοντά, νεανικά χέρια, γέρικα χέρια, τόσα χρόνια, ήταν όλα υποχρεωμένα να μοιάζουν, έχοντας σχεδόν υποχρεωτικά, βαμμένα νύχια! Όλα τα χέρια, με χρωματισμένες, σχηματισμένες, καλογυαλισμένες απολήξεις, μερικές σαν πλαστικά επιθέματα. Το αντίστροφο, αδιανόητο. Αδιανόητη κατάσταση τα άβαφα νύχια, τα φυσικά χέρια. Και τόσα χρόνια, παράλληλα αποδεκτό ότι στην εποχή της ελληνικής κρίσης, άνοιξαν  και μας περίμεναν,  δεκάδες σ

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη

Ένα, δύο, τρία...οχτώ. [Αλίκη Κατσαρού]

Αποκοιμήθηκα με 4032 νεκρούς Ιταλούς και 13 Έλληνες που ίσως πρόλαβαν να χαιρετήσουν τους δικούς τους από το κινητό. Με έναν Τούρκο ηγέτη που εμπόδιζε το τελωνείο της χώρας του να αφήσει να περάσουν προς την Ευρώπη 200,000 μάσκες τουρκικού εργοστασίου, αγορασμένες από την ιταλική κυβέρνηση. Με προσωπικά μηνύματα στο Facebook μου, που προσκαλούσαν   με θράσος την 25 η Μαρτίου να υψώσουμε ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια, χωρίς οι αποστολείς να έχουν σκεφτεί ότι τέτοιες ώρες οι σημαίες είναι μεσίστιες. Με άλλα, χιουμοριστικά μηνύματα, βγαλμένα από την αειθαλή ελληνική ιδιοσυγκρασία. Αποκοιμήθηκα με μετρημένες 6 μάσκες στο συρτάρι, τη μία ήδη χρησιμοποιημένη και με μετρημένα χρήματα στο πορτοφόλι μου. Με το μυαλό μου στον Παύλο, γιατρό στην πρώτη γραμμή ενός μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας και στη Λίνα και την μικρή της κόρη που έχει συγγενή καρδιοπάθεια,   περιορισμένες σε ένα μόνο δωμάτιο και ένα μπάνιο για όσο. Ένα τραγούδι έπαιζε την ώρα που βυθιζόμουν σε αυτόν τον υπνο-ξύπνιο