Την ημέρα δεν ήξερε τι ήθελε. Το βράδυ, τα όνειρά της, άφηναν ένα παράθυρο ανοιχτό και έμπαινε μέσα τους, μπας και το ασυνείδητο της, της ψιθυρίσει κανένα κουτσομπολιό για την ίδια. Έσφιγγε τα πόδια της μεταξύ τους στον ύπνο της. Ένιωθε τον γνωστό πόνο χαμηλά στην κοιλιά και ήξερε ότι αν πήγαινε στο μπάνιο θα έβλεπε αίμα. Δεν ήθελε. Ο νους της πήγε σε άλλες γυναίκες. Όλες όσες προσπαθούσαν για χρόνια να κάνουν ένα παιδί. Η ίδια δεν είχε ακούσει κανένα βιολογικό ρολόι, δεν ήθελε ευθύνες, δεν ήθελε όλο αυτό το στρες και την κούραση, μα εκείνες τις μέρες, έσφιγγε τα πόδια λες και έτσι δεν θα αδιαθετούσε. Ο ύπνος ήταν ταραγμένος. Έβλεπε έναν εφιάλτη γεμάτο αίματα. Είχαν καταλάβει ένα κτίριο και σκότωναν όσους ανήκαν στο κόμμα. Είδε γνωστούς της, τραυματισμένους ή νεκρούς. Είδε σώματα να κείτονται σε θέσεις παράταιρες. Άκουγε φωνές και άκουγε σιωπές- πώς γίνεται να ακούς σιωπές; Ίσως έτσι ακούγεται ο θάνατος. Την έπιασαν και αυτήν. Φοβόταν και έτρεμε σαν το ψάρι. Κοίταξε γύρω
Τετράδιο σκέψεων