Γράφω για να μην ξεχάσω. Για να μην πω μια μέρα πως όλα τούτα που σήμερα θέλω και νιώθω δεν υπήρξαν. Γράφω στο εσωτερικό του οπισθόφυλλου ενός σπιράλ, του σπιράλ των λατινικών, που τόσο αφόρητα βαριέμαι. Ο καθηγητής μας, ο κ. Μανδρέας μιλά ασταμάτητα. Τώρα μιλά για τη Ρώμη. Όσο μιλά, εγώ γράφω για να μην ξεχάσω μια μέρα, πως δεν ήθελα πραγματικά να περάσω στη Φιλοσοφική. Πως δεν θέλω να γίνω καθηγήτρια του Δημοσίου, ο τάδε αριθμός μιας επετηρίδας, που περιμένει τον επιούσιο, από ένα βλαμμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Πως δεν θέλω να γίνω δασκάλα σαν τη μάνα μου, που μόλις γυρνά απ’ το σχολείο σερβίρει αγχωμένη, πλένει τα πιάτα, καθαρίζει, καπνίζει και κλαίει τα χαμένα της νιάτα. Γράφω για να μην ξεχάσω πως δεν θέλω να πάψω ποτέ να πηγαίνω στα Κύθηρα με δυο καφτάνια απ’ το Μοναστηράκι, ένα ζευγάρι σανδάλια και ένα μοναδικό φουστανάκι για το βράδυ. Γράφω για να μην ξεχάσω πως μου αρέσουν οι βουτιές. Πως τις καλύτερες βουτιές τις μαθαίνω εδώ στο μπετόν της Αθήνας. Πως
Τετράδιο σκέψεων