Βγήκε στο μπαλκόνι τυλιγμένη με την κουβερτούλα του διαβάσματος, εκείνη που την σκέπαζε τις ώρες που πέρναγε σκυμένη πάνω από ατελείωτες σελίδες. Μια ζωή ολάκερη με αυτές αναμετριόταν. Πότε την κυνηγούσαν εκείνες να την κατασπαράξουν, πότε τις έπαιρνε εκείνη στο κατόπι. Το ήξερε πια καλά. Τα μαύρα σημαδάκια πάνω στις λευκές σελίδες, αυτά τα επαναλαμβανόμενα στίγματα με γεύση αιωνιότητας ήταν παρηγοριά, λαχτάρα, αποκούμπι. Εκεί τα όνειρα, τα δάκρυα, εκεί και τα γέλια. Όλα εκεί. Σαν σημαδάκι ένιωθε και εκείνη, μα όχι πάνω σε λευκή σελίδα. Μοναχικό. Και πώς αντέχεται η μοναξιά χωρίς βιβλία; Περασμένα μεσάνυχτα, μα δεν είχε ύπνο. Κοιμόταν άραγε εκείνος; Τον φαντάστηκε να σουλατσάρει ανέμελα στην ονειροπολιτεία και χαμογέλασε στη νύχτα, να του πάει το χαμόγελο ονειρικό πεσκέσι. Τον φαντάστηκε να χαϊδεύει τα χείλη της με τ’ ακροδάχτυλά του, «χαμογελάς και ζεσταίνεις την καρδιά μου», της έλεγε και γινόταν το μέσα της πηλός αφημένος στα χέρια μάστορα λατρεμένου. Νύχτα ανοιξιάτικη, μα η παγ
Τετράδιο σκέψεων