Το πάρκο ήταν μισοσκότεινο. Παρότι είναι πολύ μεγάλο και δε θεωρείται απολύτως ασφαλές τη νύχτα, παραμένει με ελλιπή φωτισμό και αρκετά απεριποίητο ως και εγκαταλειμμένο. Με κρατούσες σφιχτά, δε νομίζω επειδή φοβόσουν, άλλωστε δεν ήταν καν μεσάνυχτα. Ήταν όμως Σάββατο. Τα Σάββατα ήμασταν πάντα μόνοι. Τα κρατάγαμε για εμάς. Υπήρχε λες μια κρυφή συνεννόηση από το πρωί που ξυπνούσαμε και μοιραζόμασταν τις δουλειές. Εσύ τα ποτά, εγώ τα τυριά αν θα μέναμε το βράδυ στο σπίτι. Εσύ στο πλυντήριο το αυτοκίνητο, εγώ τα εισιτήρια αν θα πηγαίναμε στο θέατρο. Εσύ το εστιατόριο, εγώ το μπαρ εάν θα βγαίναμε. Ό, τι και να διαλέγαμε ήταν μαζί και μαζί φροντίζαμε τα Σάββατα να είναι τέλεια. Είχε γίνει σχεδόν ιεροτελεστία η προετοιμασία και η απόλαυση του Σαββάτου αλλά απείχε από τον ψυχαναγκασμό γιατί αυτό που κάναμε, μας άρεσε πολύ. Τόσο πολύ που ακόμα και οι φίλοι μας το είχαν καταλάβει και δε μας τηλεφωνούσαν ποτέ τα Σάββατα. Τα Σάββατα πρωταγωνιστούσαν στη ζωή μας για χρόνια, μήπως ήτα
Τετράδιο σκέψεων