Ήταν η μέρα που το φως κατατρόπωνε το σκοτάδι. Η αιώνια μάχη είχε για λίγες ώρες νικητή, αέναη η αναμέτρηση, αμφίρροπη πάντα, προσωρινή η επικράτηση, ισόπαλο το τελικό σκορ. Η νύχτα ηττημένη θα λούφαζε απόμερα να μετρήσει τις δυνάμεις της, ίσα για να περάσει στην αντεπίθεση, από το επόμενο κιόλας ξημέρωμα. Θα άρχιζε σιγά σιγά να ροκανίζει στιγμές, ανεπαίσθητα ψήγματα χρόνου θα άφηναν τις άσπρες φορεσιές για να ντυθούν το σκούρο μπλε και μετά το μαύρο. Θα της έπαιρνε καιρό, μα θα τα κατάφερνε. Στο μυαλό του Άλκη όλα είχαν πρόσωπο. Ακόμη και το φως και το σκοτάδι. Του έμοιαζε η καθησυχαστικά επαναλαμβανόμενη πάλη τους με της ψυχής τα καμώματα. Άλλοτε πάλλευκη, λαμπερή, αψεγάδιαστη, σαν φρεσκοπλυμένο σεντόνι που στεγνώνει στον ήλιο και άλλοτε σκοτεινή και ανταριασμένη, ίδια με άβυσσο απύθμενη, τρομακτική. Το θερινό ηλιοστάσιο ήταν η επίσημη μέρα έναρξης του καλοκαιριού. Τον γύριζε νοερά στα χρόνια της ανεμελιάς. Του έφερνε στο νου ψάθινα καπέλα αφημένα σε πολύχρωμες πετσέτες δίπλα
Τετράδιο σκέψεων