Το φερμουάρ, πολύ πιθανόν να ονομάστηκε έτσι από το γαλλικό ρήμα fermer που θα πει κλείνω . Όταν ήμουν παιδί το φοβόμουν, καθόλου δεν αγαπούσα το φερμουάρ γιατί πολλές φορές ανάμεσα στα τετράγωνα δοντάκια του εγκλώβισε λίγα χιλιοστά επιδερμίδας του λαιμού μου κι άλλες τόσες της κοιλιάς μου, αρκετά πάντως για να το μισήσω. Τώρα που είμαι ώριμη, βεβαίως αναγνωρίζω ότι το φερμουάρ είναι μια εφεύρεση σημαντική, μια εφεύρεση λίγων εκατοστών, αρκετών ωστόσο για να παίξουν έναν σπουδαίο ρόλο στην καθημερινότητα. Γιατί το φερμουάρ κρατά τα χειμωνιάτικα πανωφόρια ερμητικά κλειστά στο κρύο. Σφίγγει το στενό τζιν στα καλλίγραμμα σώματα. Ασφαλίζει το περιεχόμενο της βαλίτσας. Κρατά άθικτο το καλό κουστούμι στην κρεμαστή του θήκη. Το φερμουάρ, έχοντας αποδείξει τις αναντικατάστατες ικανότητές του από το 1914 που το εφηύρε ο Σουηδός μηχανικός Gideon Sundback , σαν λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά και για άλλους σκοπούς όπως «θα βάλω φερμουάρ στο στόμα για να αδυνατίσω» ή «βάλε
Τετράδιο σκέψεων