Πατάω στις μύτες των ποδιών. Σάββατο πρωί. Ο ύπνος της πριγκιπίσσης είναι ιερός. Κρυφοκοιτάω στην κάμαρα. Έχει αγκαλιασμένο το μαξιλάρι της και ταξιδεύει. Τι καράβι το μαξιλάρι, πες το ψέματα! Νομίζω πως αν η μάνα μου βγάλει από κάποιο πατάρι το μαξιλάρι, που είχα στην ηλικία της κόρης μου, θα θυμηθώ στιγμή προς στιγμή τις πιο ιδιωτικές στιγμές της ηλικίας εκείνης. Ποτισμένο από δάκρυα, πλυμένο, απλωμένο και ξανά εκεί, πιστός θαλαμηπόλος των συναισθημάτων. Πόσα δάκρυα για το παιχνίδι, για το πείσμα, για τον τσακωμό με την συμμαθήτρια, για την κατάφορη αδικία να μη με αφήσουν να παίξω με τα γειτονόπουλα. Επίσης, πόσα δάκρυα που η νόνα μου έφυγε πάλι για ταξίδι. Και μάλιστα στην Τουρκία. Ακούς εκεί, να με αφήσει εμένα μια εβδομάδα για να πάει στην Τουρκία. Μια μικρή προδοσία. Ευτυχώς είχα το μαξιλάρι μου ν’ αγκαλιάσω γιατί όλοι με είχαν προδώσει, αφού την υποστήριζαν. Στα χρόνια που ερχόντουσαν, το μαξιλάρι είχε να αντιμετωπίσει ακόμη πιο δύσκολα ζητήματα. Ας πούμε, τα χείλη του
Τετράδιο σκέψεων