Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2019

Το άλλο να μη μας βρει ποτέ. [Αλίκη Κατσαρού]

Κράτησες με την παλάμη σου το πρόσωπό μου. Με κοίταξες προσεκτικά,   χάιδεψες με τον αντίχειρά σου το μάγουλό μου, και μετά από ενός λεπτού, ή κάτι τέτοιο, σιγή, είπες σοβαρά: Μεγάλωσες κι εσύ . Τρόμαξα καθώς σκέφτηκα ότι εννοούσες πως ωρίμασα, πως έμαθα πια να χαμογελάω ψεύτικα, ξέρω τώρα να μοιράζω κομπλιμέντα σε αδιάφορους ανθρώπους, να μη θυμώνω με τους ψεύτες, με τους κλέφτες. Πως πιθανόν μιλούσες για την επιθυμία της ενήλικης ζωής για ευταξία και comme il faut ζωούλα, κι ας βράζουν τα σώψυχα της γης από θυμό για την αδικία που οι αιώνες φορτώνουν πάνω της. Πως θα πίστευες ότι έμαθα κι εγώ, καθώς συνηθίζεται, να μετράω τους ανθρώπους με τη μέθοδο του ισολογισμού –τι θα δώσω, τι θα πάρω, ποια η σούμα, κι έτσι θα έχω κάποια στιγμή ένα κάποιο κέρδος. Φαντάστηκα τέλος, το πιο πιθανό ήταν να εννοούσες πως έχω μάθει να συμβιβάζομαι βάσει της πλέον ωφέλιμης, κάθε φορά, επιλογής. Ότι συνετίστηκα, δε θυμώνω, δεν γίνομαι πια δυσάρεστη, αντιθέτως είμαι συνήθως οκ με όλα, γιατί

Ελευθερία, όχι Prozac [Αλίκη Κατσαρού]

Σήμερα,   μόλις ξύπνησα σε άκουσα να λες ‘να γράψω για το Πολυτεχνείο’. Μετά, έβαλα Λοΐζο. Και Θεοδωράκη. Και μετά έκανα σιγόντο στη Φαραντούρη παρά τη φάλτσα μου φωνή, ‘ το πάθος έχει σημασία’ , μονίμως δικαιολογούμαι, αλλά και δεν παραπονιέμαι όταν τα παιδιά κλείνουν την πόρτα μου για να μην ακούνε. Μετά, γλυκαθήκαμε από την Κυριακή. Βόλτες, μαγειρικές, ξάπλες και μια ανησυχία, καθόλου ενοχλητική, αλλά ανησυχία. Μετά, όπως χάζευα στο διαδίκτυο, πέρασε από μπροστά μου το παρακάτω απόφθεγμα, ελληνιστί… quote: Στάθηκα. Σκεφτόμουν μια το quote και μια το Πολυτεχνείο. Γυρνούσα για ώρα γύρω από δυο σκέψεις που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση αλλά ουσιαστικά, έχουν μεγάλη. Γιατί, το quote αυτό όπως και πάμπολλα παρόμοια είναι τα επικοινωνιακά παπλώματα της σημερινής κοινωνικής και πολιτικής υπνηλίας που διακρίνει τους καιρούς μας. Που τα διαβάζουμε και χωνόμαστε μέσα τους ανακουφισμένοι, νιώθουμε καλά και καλοί και αποκοιμιόμαστε στην επίπλαστη χαρά της φιμωμένης

Ζήτημα ανατομίας [Αλίκη Κατσαρού]

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο, είδαμε ότι έχουμε αρκετό χρόνο και καθίσαμε στο καφέ. Τη ρώτησα “ πώς σου φάνηκε η πόλη, τώρα πια έχεις άποψη ”. “ Σαν την κωλοτρυπίδα του κόσμου ” μου απάντησε. Το όνομα της Ζενύ, έβγαινε από το Εζενύ, στα ελληνικά Ευγενία, και ενώ γενικά ήταν όνομα και πράμα, μόλις είχε πει κωλοτρυπίδα για την πόλη που γεννήθηκε και δεν έζησε. Ευτυχώς το είχε πει στα γαλλικά. Αναθεμάτισα το Sorbonne 1, 2 και 3 που είχε κάποτε κορνιζάρει η μαμά μου στον ροζ τοίχο του δωματίου μου γιατί πραγματικά δεν ήθελα να είχα καταλάβει. Είχα όμως τόσο πολύ καταλάβει που άρχισα να κλαίω το ίδιο πολύ. Η Ζενύ δεν παραξενεύτηκε που εγώ έκλαιγα, αλλά με κοιτούσε με συμπόνοια. “ Εγώ σου είχα πει, αλλά τώρα τι νόημα έχει; ” είπε σιγανά. Μετά από ένα χρόνο συνεχούς διαμονής και εργασίας στην πόλη, γύριζε στη βάση της και έπαιρνε μαζί της την εικόνα που ούτε τα νηπιακά χρόνια, ούτε τα 48 καλοκαίρια που είχε περάσει εδώ, είχαν καταφέρει να της σχηματίσουν για την πατρίδα της. Πα

"Οι αλήτες και οι πιο αλήτες" [Αλίκη Κατσαρού]

Μια μέρα, τ ο ‘φερε η μέρα δηλαδή, ή καλύτερα η φίλη εκείνης της μέρας, φαντάστηκα ότι έχω μια στήλη σε γυναικείο περιοδικό των late nineties’, ότι η στήλη είναι ανάρπαστη, ότι είμαι κι εγώ ασυγκράτητη όπως η εποχή, ο τίτλος της στήλης είναι “Κραγιόν βυσσινί” και το άρθρο της ημέρας “ Οι αλήτες και οι πιο αλήτες”: Κορίτσια. Όταν λέω κορίτσια, εννοώ τα κορίτσια άνω των τριάντα. Τα εικοσάχρονα μπορούν ελεύθερα να φάνε τα μούτρα τους για να μάθουν. Τ ο “Κραγιόν βυσσινί” απευθύνεται σε όσες δεν έμαθαν και ευθύνεται να τις προστατεύσει από τα μικρά και τα μεγάλα που μπορούν να συμβούν εκεί έξω. (στάνταρ εισαγωγή της στήλης μου) Κορίτσια λοιπόν, εκεί έξω υπάρχουν οι αλήτες και οι πιο αλήτες . Οι αλήτες είναι ντυμένοι αλήτικα, έχουν ένα στυλ πολύ χύμα, δε μιλούν ευγενικά, μυρίζουν τσιγάρο, το πρωί πονάει το κεφάλι τους από τα ξύδια και όταν πηγαίνετε μαζί τους στα μπαράκια της Καλλιδρομίου ( το περιοδικό εκδίδεται στην Αθήνα, βεβαίως ) διαπιστώνετε ότι τους κολλάνε όλες οι π

Το σπίτι [Αλίκη Κατσαρού]

Είναι η μυρωδιά, είναι τα χρώματα, οι ράχες των βιβλίων, το μερεμέτι στον τοίχο που τελικά δε θα επισκευαστεί ποτέ και το καινούργιο μαξιλάρι στην πολυθρόνα.   Είναι η εκπνοή της κάθε μέρας, η ματιά προς τον κόσμο , η καλαισθησία, η κακογουστιά, το κιτς, ακόμα και το συναίσθημα.  Είναι η αγάπη για τον εαυτό, η ανασφάλεια, το δεν αξίζω ή το αγαπώ ότι ζω. Ε ίναι όλα όσα είμαι και είσαι και είμαστε, το σπίτι. Παλιά, τα ελληνικά σπίτια ήταν απαίσια. Μάλλον, παλιά τα μέσα ελληνικά σπίτια ήταν απαίσια. Ο μόνος τρόπος να επισημανθεί η απαισιότητά τους ήταν οι ξένες ταινίες και σειρές. Τις έβλεπες και ένιωθες παρακατιανός, εκτός αν ανήκες στην τάξη εκείνη των ανθρώπων που είχαν οικιακή βοηθό από πάντα, παράλληλα και κάπως ωραιότερο από τ α συνηθισμένα, σπίτι. Το μέσο ελληνικό σπίτι ή ταν σκοτεινό, είχε σκουρόχρωμα έπιπλα, ενοχλητικά μοτίβα στις ταπετσαρίες, απαράδεκτα “αντικέ” ντεκόρ σε πόμολα, διακόπτες, καρέκλες και κάτι βελούδινα μουσταρδί καλύμματα που θα θυμίζουν για

Δρόμοι [Αλίκη Κατσαρού]

Επειδή παλιά πάθαινα ασφυξία, και νόμιζα πως μου κόβεται η ανάσα, και κάθε που το νόμιζα ένα κομμάτι μου πέθαινε, γι’ αυτό αγαπώ τόσο τους δρόμους. Μια μέρα είδα ένα δρόμο και τον πήρα. Ήταν ένα φθινοπωριάτικο απομεσήμερο. Περίπου σαν σήμερα 25 του Σεπτέμβρη ας πούμε. Ήταν σ τενός, επικλινής και εχθρικός.  Αλλά ήταν δρόμος και εκεί ανέπνεα. Και όσο ανέπνεα, τόσο ζωντάνευαν τα νεκρωμένα μου μέλη, με μικρές αδύναμες αναπνοές στην αρχή, λίγο καλύτερα όσο προχωρούσα. Κι όσο το οξυγόνο, όχι πάντα καθαρό, έμπαινε στο σώμα μου, τόσο το σώμα μου ξεμούδιαζε, μαζί και το μυαλό, όργανο και αυτό με αίμα, αγγεία, νεύρα, βιολογικά δηλαδή χαρακτηριστικά που χρειάζονται οπωσδήποτε οξυγόνο. Όλοι δεν ξέρουμε ότι αν ξεμείνει ο εγκέφαλος από οξυγόνο, ο άνθρωπος πεθαίνει; Ή μένει “χαζός”. Νομίζω ότι εγώ από την έλλειψη οξυγόνου, παλιά ήμουν λίγο πεθαμένη και λίγο χαζή. Γι’ αυτό συνέχισα να περπατάω εκείνον το δυσάρεστο δρόμο που όμως προοδευτικά με ζωντάνευε. Κι αυτό ήταν αρκετό για να συνεχίσω.

Η μεγάλη χαρά του να την πλησιάζεις [Αλίκη Κατσαρού]

Ο δρόμος για την ελευθερία, μου φαίνεται  ο πιο δύσκολος. Όχι αυτός για την εθνική ελευθερία ή την ελευθερία της έκφρασης ή την ελευθερία της κίνησης. Αλλά για την ελευθερία που σημαίνει την ιερή ικανότητα του αυτοπροσδιορισμού, της αυτογνωσίας και της αυτοδιάθεσης. Δύσκολες πίστες. Γιατί οι μεγαλύτεροι αγώνες δίνονται μέσα μας. Ας πούμε, ελεύθερος δεν είναι αυτός που έχει πάρει διαζύγιο αλλά αυτός που η επιλογή του διαζυγίου του φέρνει μεγάλη, εσωτερική χαρά. Ελεύθερος, δεν είναι αυτός που λέει τη γνώμη του, αλλά αυτός που όπως και αν κριθεί η γνώμη του από τους άλλους, παραμένει εσωτερικά ατάραχος και σταθερός. Θυμάμαι έναν αρθρογράφο που θαυμάζω. Είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο, το οποίο είχε ξεσηκώσει θύελλα στην πόλη. Τον έβριζαν, τον προσέβαλλαν και τον συκοφαντούσαν, στα αδηφάγα social media και στο blog του. Όχι μονάχα δεν είχε μπει στον κόπο να απαντήσει σε κανέναν αλλά δεν είχε καν αισθανθεί την ανάγκη, ενώ χαμογελούσε ατάραχος. Τότε, παρακολουθώντας το

Μικρό για τον Αύγουστο [Αλίκη Κατσαρού]

Θέλω τον ίσκιο σου από πάνω μου, τη στιγμή που μου καίει ο ήλιος το μυαλό, να το κρατάς φρέσκο. Θέλω τα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών μου μπρούτζινα, με λευκές χειμωνιάτικες πτυχές ανάμεσά τους . Θέλω να βυθίζομαι στο πρασινογάλαζο της θάλασσας, όχι των καθημερινών μουντών υποχρεώσεων. Θέλω το φτηνό δωμάτιο στο μικρό ψαροχώρι, με τις βρεγμένες πετσέτες μας στα κάγκελα. Θέλω την ανατολή και τη δύση, κάδρο του τέλειου σου προφίλ. Θέλω πατάτες τηγανητές από τα χέρια της αγρότισσας που μας σταύρωνε όπως αναχωρούσαμε με τη μηχανή. Θέλω το σημάδι από το αποκοιμισμένο σου χέρι που έγραψε ο ήλιος στο μηρό μου. Θέλω το χαμογελαστό γεια σας του πασίγνωστου τραγουδιστή, που μέσα από την αυλή  πρόβαρε τραγούδια για τη βραδινή συναυλία στο νησί. Θέλω τα αλμυρά φιλιά και τα γλυκά λόγια και τα λιωμένα παγωτά και όσα καλοκαιρινά κλισέ μας κάνουν να ξεχνάμε τα σαρανταπενήντα φεύγα μας. Θέλω τα μωρά των φίλων μας που μας παίρνουν τα μυαλά τώρα που τα δικά μας παι

Χωρίς υπέρβαση γίνεται; Δε γίνεται. [Αλίκη Κατσαρού]

Ο τρόπος που κινείς τα χέρια σου την ώρα που περιγράφεις τα σχήματα που έχεις στο μυαλό σου. Το κατάλευκο χρώμα των νυχιών σου. Το σχήμα των νυχιών σου. Το άρωμα των ρούχων σου. Το άρωμα του λαιμού σου. Ο κόμπος στο λαιμό σου όταν λες ‘σ’ αγαπώ’. Ο ήχος του ‘σε θέλω’ σου . Η θέρμη του ‘σε θέλω’ σου που ζεσταίνει το δωμάτιο, το σπίτ ι και κάνει τους τοίχους να στάζουν ιδρώτα ζεστό. Έρωτας. Ο πόνος στο μέτωπό σου όταν έχω πονοκέφαλο. Η ώρα που με περιμένεις να γυρίσω. Η ώρα που σε περιμένω να γυρίσεις. Η αγωνία σου όταν ταξιδεύω. Η αγωνία μου όταν πας στο γιατρό. Η χαρά μου, το ένα μέτρο ύψος που παίρνω από υπερηφάνεια, όταν τα καταφέρνεις. Η χαρά σου, το ένα μέτρο που με κατεβάζεις για να μην παίρνουν τα μυαλά μου αέρα, όταν τα καταφέρνω. Αγάπη. Αν πεθάνεις θα πεθάνω. Αν πεθάνω να ζήσεις. Να ζήσεις καλά. Λατρεία. Το χέρι σου στα πλευρά μου όταν κοιμάμαι που κρατάει τα όνειρά μου ζεστά. Η στεγνή μπλούζα που σου δίνω όταν ο εφιάλτης σου μο υσκεύει τ ην πιτζάμα. Τ

μικρό για το χρόνο [Αλίκη Κατσαρού]

Βαριέμαι τα κλισέ τύπου ‘πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός’.  Να σου πω ένα μυστικό; Ο καιρός περνάει όσο γρήγορα, όσο αργά, όσο καλά και όσο χάλια θες εσύ να περνάει. Αν δε σε βρει κάποια συμφορά από τις μη διαχειρίσιμες, είναι στο χέρι σου το πώς περνάει ο καιρός. Γι αυτό σε παρακαλώ στο εξής να μην συναντιόμαστε με κανέναν από όσους παραπονιούνται για το πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός. Ο καιρός, ο χρόνος, η μεγάλη ή η μικρή ζωή που μας χαρίστηκε έχει τόσα μέσα της, που την κάνουν τεράστια. Περπάτα για ώρα ξυπόλυτ η στην ξανθή άμμο μιας παραλίας. Πιες μια αρωματική ρετσίνα ενός τοπικού αμπελώνα . Άσε να σου ξυρίσει τα μάγουλα ο παγωμένος αέρας του όρους. Ανακάτεψε με τα χέρια σου τα φύλλα του βασιλικού και μύρισε τον αέρα. Κάνε έρωτα ως να σου κόβεται η ανάσα και αγάπησε ως να πονάς. Σφίξε στην αγκαλιά σου το παιδί σου, το παιδί του γείτονα, το παιδί του πρόσφυγα που μυρίζει απλυσιά. Σκέψου τον έρωτα, την αγάπη και τα παιδιά περισσότερο από όσο αντέχει το μυαλό σου.

μικρό ερωτικό [Αλίκη Κατσαρού]

Αγαπώ το φθινόπωρο που μου σκεπάζεις με το σεντόνι τα πόδια και με φιλιά τους ώμους. Εσύ αγαπάς τον Ιούνιο. Φωτογραφίζω τους κάβους των καραβιών και τα σχοινιά από τις βάρκες που τραβιούνται με τους φθινοπωρινούς αέρηδες. Θέλω να φωτογραφήσω και το τρίξιμό τους όταν τεντώνονται, αλλά αυτό δε φωτογραφίζεται. Εσύ αγαπάς τον Ιούνιο. Μαζεύω κάστανα από το καστανοδάσος, τα βράζω, τα ψήνω, τα χαρίζω, τα κάνω μπιμπελό ως τον Ιούνιο σου και τότε τα πετάω. Γιατί αγαπάς το φως, σ΄ αγαπώ. Γιατί είσαι ένας Ιούνης που φωτίζει το μονίμως μέσα μου φθινόπωρο. Γιατί είσαι φως ατελείωτο, μια απέραντη εναλλακτική πηγή φωτός.  Το μόνο που σου αρέσει το φθινόπωρο είναι η μυρωδιά της γομολάστιχας. Έτσι σβήνεις τα λάθη. Σβήνεις κι αυτή την βλαμμένη αίσθηση ότι θα φτά σ ει κάποτε και για μας το φθινόπωρο. Σβήνεις ακόμη και αυτούς τους Ιούληδες που μοιάζουν με φθινόπωρο και μας μπερδεύουν αγάπη μου.

Αυτό που είμαστε [Αλίκη Κατσαρού]

Γυρνάω στα χρόνια που χοροπηδούσα στις πλάκες της πόλης, προσπαθώντας να μην πατήσω τις γραμμές. Έβαζα στόχο τις πλάκες σε όλο το μεγάλο πεζοδρόμιο, μπροστά από το κινηματοθέατρο “Παλλάς” . Με ένα κουτί γλυκά που μου αγόρασες, στο χέρι, σταμάτησα να χοροπηδάω, σε κοίταξα όπως περπατούσαμε μαζί και είδα πάνω σου την ιστορία. Η  histoire totale του μικρού μας τόπου, έμοιαζε γραμμένη πάνω στο ωραίο σου καπέλο, στη φορεσιά και στα κοκάλινα γυαλιά σου. Ήσουν εκπρόσωπος μιας εποχής που σε λίγο θα χανόταν μαζί σου, αφού ήσουν ήδη αρκετά ηλικιωμένος. Σ’ αγαπούσα και με αγαπούσες τόσο μα τόσο . Αλήθεια, η αγάπη πού πάει όταν φεύγουν οι άνθρωποι;  Η εποχή σου είχε το καλοκαίρι κουρτίνες βουάλ, καλαμπόκι στο χέρι, φιστίκια Αιγίνης αληθινά και επισκέψεις με αμυγδαλωτά. Το χειμώνα είχε μακρύ παλτό, σοκολατάκια νουγκά, κυριακάτικη εξοχική ταβέρνα και κουμ καν. Κάπως έτσι γράφεται η histoire totale. Με αμυγδαλωτά, αντί για ημερομηνίες, συνθήκες, ονόματα στρατηγών και καθοριστικές μ

Θερινό ηλιοστάσιο [Αφροδίτη Κουσουνή]

Ήταν η μέρα που το φως κατατρόπωνε το σκοτάδι. Η αιώνια μάχη είχε για λίγες ώρες νικητή, αέναη η αναμέτρηση, αμφίρροπη πάντα, προσωρινή η επικράτηση, ισόπαλο το τελικό σκορ. Η νύχτα ηττημένη θα λούφαζε απόμερα να μετρήσει τις δυνάμεις της, ίσα για να περάσει στην αντεπίθεση, από το επόμενο κιόλας ξημέρωμα. Θα άρχιζε σιγά σιγά να ροκανίζει στιγμές, ανεπαίσθητα ψήγματα χρόνου θα άφηναν τις άσπρες φορεσιές για να ντυθούν το σκούρο μπλε και μετά το μαύρο. Θα της έπαιρνε καιρό, μα θα τα κατάφερνε. Στο μυαλό του Άλκη όλα είχαν πρόσωπο. Ακόμη και το φως και το σκοτάδι. Του έμοιαζε η καθησυχαστικά επαναλαμβανόμενη πάλη τους με της ψυχής τα καμώματα. Άλλοτε πάλλευκη, λαμπερή, αψεγάδιαστη, σαν φρεσκοπλυμένο σεντόνι που στεγνώνει στον ήλιο και άλλοτε σκοτεινή και ανταριασμένη, ίδια με άβυσσο απύθμενη, τρομακτική. Το θερινό ηλιοστάσιο ήταν η επίσημη μέρα έναρξης του καλοκαιριού. Τον γύριζε νοερά στα χρόνια της ανεμελιάς. Του έφερνε στο νου ψάθινα καπέλα αφημένα σε πολύχρωμες πετσέτες δίπλα

Εξουσίες [Αλίκη Κατσαρού]

Εξουσίες, εξουσίες, δεν μας άφησαν στιγμή να χαρούμε τη ζωή τραγουδούσε η Ελένη Δήμου πριν χρόνια, κι εγώ, σε μια κατάσταση μετεφηβικής παντογνωσίας τότε, νόμιζα ότι καταλάβαινα τι εννοούσε. Σε μια άλλη κατάσταση απότομης ενηλικίωσης, αυτής που σου συμβαίνει συνήθως μετά τα 35 είδα στη μεγάλη οθόνη την Adele, την ταινία με μια από τις πιο ερωτικές, ωμές σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Τότε κατάλαβα. Εξουσίες παντού. Ακόμη και στις πιο ατόφιες, αντισυμβατικές σχέσεις. Βέβαια, η εξουσία του έρωτα (όταν είναι έρωτας και κλείνω την παρένθεση χωρίς επεξηγήσεις) είναι ηδονική, έχει φως μες στα σκοτάδια της και στιγμές απερίγραπτων ψυχικών και σωματικών κραδασμών. Αλλά η άλλη, η καθημερινή εξουσία που ασκούν οι άνθρωποι στους ανθρώπους, συχνά, πολύ, παντού, είναι υπαρκτή και είναι απαίσια. Καθόμουν στο κάθισμα του συνοδηγού σε ένα μεγάλο αυτοκίνητο με καλό κλιματισμό. Έξω η θερμοκρασία ήταν 46 βαθμοί Κελσίου και η ατμόσφαιρα θαμπή από την άμμο της ερήμου που ο νυχτερινός ά