Κράτησες με την παλάμη σου το πρόσωπό μου. Με κοίταξες προσεκτικά, χάιδεψες με τον αντίχειρά σου το μάγουλό μου, και μετά από ενός λεπτού, ή κάτι τέτοιο, σιγή, είπες σοβαρά: Μεγάλωσες κι εσύ . Τρόμαξα καθώς σκέφτηκα ότι εννοούσες πως ωρίμασα, πως έμαθα πια να χαμογελάω ψεύτικα, ξέρω τώρα να μοιράζω κομπλιμέντα σε αδιάφορους ανθρώπους, να μη θυμώνω με τους ψεύτες, με τους κλέφτες. Πως πιθανόν μιλούσες για την επιθυμία της ενήλικης ζωής για ευταξία και comme il faut ζωούλα, κι ας βράζουν τα σώψυχα της γης από θυμό για την αδικία που οι αιώνες φορτώνουν πάνω της. Πως θα πίστευες ότι έμαθα κι εγώ, καθώς συνηθίζεται, να μετράω τους ανθρώπους με τη μέθοδο του ισολογισμού –τι θα δώσω, τι θα πάρω, ποια η σούμα, κι έτσι θα έχω κάποια στιγμή ένα κάποιο κέρδος. Φαντάστηκα τέλος, το πιο πιθανό ήταν να εννοούσες πως έχω μάθει να συμβιβάζομαι βάσει της πλέον ωφέλιμης, κάθε φορά, επιλογής. Ότι συνετίστηκα, δε θυμώνω, δεν γίνομαι πια δυσάρεστη, αντιθέτως είμαι συνήθως οκ με όλα, γιατί
Τετράδιο σκέψεων